δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
εκπλήρωμα — ἐκπλήρωμα, το (Α) 1. το γέμισμα 2. μαξιλαράκι που έβαζαν κάτω από τη μασχάλη σε περιπτώσεις εξαρθρωμάτων … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
παρατυλάριον — τὸ, Α [παράτυλος] μικρό προσκέφαλο, μαξιλαράκι … Dictionary of Greek
πελότα — Παιχνίδι ισπανικής προέλευσης (pelota), που παίζεται κυρίως στη χώρα των Βάσκων. Διαδόθηκε και σε άλλες χώρες τον 19o αι. Είναι παιχνίδι με μπάλα, που μοιάζει κάπως με εκείνο του τένις, και παίζεται με διαφορετικούς τρόπους. Οι θεατές μπορούν να… … Dictionary of Greek
σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… … Dictionary of Greek
ταραντινίδιον — τὸ, Α [ταραντῑνον] 1. υποκορ. τού ταραντῑνον* 2. μικρό παχύ κάλυμμα ή μικρό επίστρωμα ή μικρό προσκέφαλο, μαξιλαράκι … Dictionary of Greek
ταραντινίς — ίδος, ἡ, Α μικρό προσκέφαλο, μαξιλαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταραντῖνον + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
Σάντα Μαργκερίτα Λίγκουρε — (Santa Margherita Ligure). Κωμόπολη (περ. 10.000 κάτ.) της Ιταλίας στην επαρχία της Λιγυρίας, σε απόσταση 31 χλμ. από τη Γένοβα. Είναι χτισμένη σε έναν κολπίσκο της ανατολικής ακτής του ακρωτηρίου του Πόρτο Φίνο και τριγυρίζετε από λόφους με… … Dictionary of Greek