μαξιλαράκι

μαξιλαράκι
το
1. μικρό μαξιλάρι, μικρό προσκεφάλι κρεβατιού
2. μικρό μαξιλάρι πολυθρόνας που χρησιμεύει ως διακοσμητικό στοιχείο ή ως αναπαυτικό στήριγμα τών νώτων
3. πολύ μικρό μαξιλάρι που χρησιμοποιείται από τους ράπτες και τις ράπτριες για να καρφώνουν επάνω του τις καρφίτσες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… …   Dictionary of Greek

  • εκπλήρωμα — ἐκπλήρωμα, το (Α) 1. το γέμισμα 2. μαξιλαράκι που έβαζαν κάτω από τη μασχάλη σε περιπτώσεις εξαρθρωμάτων …   Dictionary of Greek

  • κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …   Dictionary of Greek

  • παρατυλάριον — τὸ, Α [παράτυλος] μικρό προσκέφαλο, μαξιλαράκι …   Dictionary of Greek

  • πελότα — Παιχνίδι ισπανικής προέλευσης (pelota), που παίζεται κυρίως στη χώρα των Βάσκων. Διαδόθηκε και σε άλλες χώρες τον 19o αι. Είναι παιχνίδι με μπάλα, που μοιάζει κάπως με εκείνο του τένις, και παίζεται με διαφορετικούς τρόπους. Οι θεατές μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …   Dictionary of Greek

  • ταραντινίδιον — τὸ, Α [ταραντῑνον] 1. υποκορ. τού ταραντῑνον* 2. μικρό παχύ κάλυμμα ή μικρό επίστρωμα ή μικρό προσκέφαλο, μαξιλαράκι …   Dictionary of Greek

  • ταραντινίς — ίδος, ἡ, Α μικρό προσκέφαλο, μαξιλαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταραντῖνον + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • Σάντα Μαργκερίτα Λίγκουρε — (Santa Margherita Ligure). Κωμόπολη (περ. 10.000 κάτ.) της Ιταλίας στην επαρχία της Λιγυρίας, σε απόσταση 31 χλμ. από τη Γένοβα. Είναι χτισμένη σε έναν κολπίσκο της ανατολικής ακτής του ακρωτηρίου του Πόρτο Φίνο και τριγυρίζετε από λόφους με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”